καθυπονοώ

καθυπονοώ
καθυπονοώ, -έω (AM)
(επιτατ. τού υπονοώ)
1. υπονοώ
2. υποθέτω, νομίζω
3. αντιλαμβάνομαι κάτι αόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-νοώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”